θέσπιση

θέσπιση
η (ΑΜ θέσπισις) [θεσπίζω]
νεοελλ.
σύνταξη, εισαγωγή νόμων
αρχ.
φράση με μαντικό περιεχόμενο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θέσπιση — η το να θεσπίζει κανείς νέους νόμους, νομοθέτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεσπίσῃ — θεσπίσηι , θέσπισις oracular utterance fem dat sg (epic) θεσπίζω prophesy aor subj mid 2nd sg θεσπίζω prophesy aor subj act 3rd sg θεσπίζω prophesy fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… …   Dictionary of Greek

  • Ευρωπαϊκή Ένωση — (ΕΕ).Ευρωπαϊκός υπερεθνικός οργανισμός. Στόχος του είναι η οικονομική ολοκλήρωση και η πολιτική συνεργασία των μελών του. Αποτελεί το διάδοχο σχήμα της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, που η ιστορία της ξεκινά με την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας… …   Dictionary of Greek

  • Μεταξάς, Ιωάννης — (Ιθάκη 1871 – Αθήνα 1941). Στρατιωτικός και πολιτικός. Σπούδασε στην ελληνική Σχολή Ευελπίδων και στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου, ενώ συμμετείχε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και στους Βαλκανικούς του 1912 13 ως αξιωματικός του… …   Dictionary of Greek

  • αγωνοθεσία — η (Α ἀγωνοθεσία) θέσπιση αγώνων και εποπτεία τής διεξαγωγής τους αρχ. το αξίωμα και το έργο τού αγωνοθέτη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγωνοθέτης. ΠΑΡ. ἀγωνοθεσιακός] …   Dictionary of Greek

  • αλλοδαπός — Αυτός που κατάγεται από ξένη χώρα, που είναι υπήκοος ξένου κράτους. Με την ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων στους διαφόρους τομείς της οικονομικής και πολιτιστικής δραστηριότητας των ατόμων και των δημόσιων φορέων της κάθε χώρας δημιουργείται όλο και …   Dictionary of Greek

  • γυμνασίαρχος — Αξίωμα στην αρχαία Ελλάδα, που αποκτούσαν οι πιο σημαντικοί και πλούσιοι πολίτες. Ο γ. ήταν επιφορτισμένος με την επίβλεψη των παιδιών και των εφήβων που γυμνάζονταν και εκπαιδεύονταν στους χώρους άσκησης, στα γυμνάσια και στις παλαίστρες.Το… …   Dictionary of Greek

  • επαρχία — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

  • επαρχιά — (provincia). Ζώνη επιρροής και αρμοδιότητας, στη ρωμαϊκή ιστορία, μέσα στην οποία ασκούσε τις δικαιοδοσίες του ένας δημόσιος λειτουργός· ο πραίτορας της πόλης ήταν υπεύθυνος, παραδείγματος χάριν, για την ε. της πόλης, ο πραίτορας των ξένων για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”